- δασμοί
- δασμόςdivision of spoilmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
προστατευτικός — ή, ό / προστατευτικός, ή, όν, ΝΑ [προστατεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν που προστατεύει, σε προστάτη («προστατευτική διάθεση») νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει σε προστασία, που έχει ως σκοπό την προστασία («προστατευτικό κάλυμμα») 2.… … Dictionary of Greek
συμβατικός — ή, ό / συμβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβατός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει καθοριστεί με σύμβαση («συμβατικός τόκος») 2. ο κατά συνθήκην, αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα, χωρίς βαθύτερο και ουσιαστικό περιεχόμενο, τυπικός (α. «συμβατική… … Dictionary of Greek
ανεπίβλητος — η, ο (Α ἀνεπίβλητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί «ανεπίβλητος φόρος, δασμοί» αρχ. όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει αυτοκυριαρχία … Dictionary of Greek
αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… … Dictionary of Greek
δασμόβιος — α, ο (για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τόν προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
εξαγωγικός — ή, ό (Α ἐξαγωγικός, ή, όν) [εξάγω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο») νεοελλ. ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα») … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek